βρόγχοι

βρόγχοι
Έτσι ονομάζονται στην ανατομία οι δύο αεραγωγοί που αρχίζουν από τον διχασμό της τραχείας και προχωρούν στο εσωτερικό των πνευμόνων. Διαιρούνται πρώτα σε χοντρούς κλάδους, έναν για κάθε πνευμονικό λοβό (λοβιακοί β., τρεις δεξιά και δύο αριστερά) και καθώς προχωρούν, απομακρυνόμενοι από τον κύριο β., υποδιαιρούνται σε όλο και πιο λεπτούς κλάδους, ώσπου να σχηματίσουν το τελικό βρογχιόλιο. Αυτό διακλαδίζεται περαιτέρω σε διάφορα αναπνευστικά βρογχιόλια, από τα οποία αρχίζει η αναπνευστική περιοχή του πνεύμονα. Τα αναγκαστικά βρογχιόλια επικοινωνούν διαμέσου των κυψελωτών πόρων με τις κυψελίδες, οι οποίες συνιστούν το κυρίως αναπνευστικό παρέγχυμα του πνεύμονα. Εσωτερικά οι β. επενδύονται από βλεννογόνο πλούσιο σε αδένες, που παράγουν βλέννες. Στην ενδοπνευμόνιο διαδρομή τους, το τοίχωμα των β. αποτελείται από ελαστικό ιστό και δακτυλίους από χόνδρο, που γίνονται όλο και πιο μικροί καθώς μειώνεται η διάμετρος των διακλαδιζόμενων β. Στην κατασκευή του βρογχικού τοιχώματος συμμετέχουν επίσης πολυάριθμες μυϊκές ίνες, που όταν συσπώνται μειώνεται η διάμετρος του β., πράγμα ιδιαίτερα εμφανές στους μικρούς β. Το βρογχικό δέντρο δεν εκτελεί μόνο τη λειτουργία της μεταφοράς του ατμοσφαιρικού αέρα στην αναπνευστική περιοχή του πνεύμονα, αλλά και την ύγρανση, τη θέρμανση και την κάθαρσή του από τη σκόνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βρόγχοι — βρόγκος masc nom/voc pl βρόγχος trachea masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμονες — Το όργανο στο οποίο εκτελείται η ανταλλαγή αερίων μεταξύ ατμοσφαιρικού αέρα και αίματος. Στον άνθρωπο υπάρχουν δύο π., δεξιός και αριστερός, και καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος τη θωρακικής κοιλότητας. Ο κάθε ένας έχει χονδρικά σχήμα πυραμίδας… …   Dictionary of Greek

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… …   Dictionary of Greek

  • μεσοθωράκιο — Χώρος της θωρακικής κοιλότητας που ορίζεται πλάγια από τους πνεύμονες με τις αντίστοιχες πλευρές, πίσω από τη σπονδυλική στήλη, μπροστά από το στέρνο και κάτω από το διάφραγμα· προς τα πάνω συνεχίζεται στις κοιλότητες του λαιμού. Η σημαντικότητα… …   Dictionary of Greek

  • φλέγμα — το, ΝΜΑ, και φλέμα Ν νεοελλ. 1. βλεννώδης ύλη που εκκρίνουν οι ρινικές κοιλότητες ή οι βρόγχοι 2. μτφ. ψυχραιμία, απάθεια μσν. αρχ. ένας από τους τέσσερεις χυμούς τού σώματος, λευκή και βλεννώδης ύλη στην οποία απέδιδαν πολλές ασθένειες («φλέγμα… …   Dictionary of Greek

  • πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”